-
1 залог
1. (обеспечение ссуды) η ενεχυ-ρίασ/η, η υποθήκευση, η εγγύηση 2. (предмет) το ενέχυρο, η υποθήκη 3. грам. η διάθεση, η φωνή 4. (с - χ.) см. залежь (во 2 знач).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залог
-
2 оценка
1. (определение стоимости) η εκτίμηση· - груза - του φορτίου 2. (мнение, суждение ο качестве, значении и т.п. кого-, чего-л.) η βαθμολογία, η κρίση, η αξιολόγηση 3. (обозначение степени знаний) о βαθμός, η βαθμολογία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оценка
-
3 порча
(приведение в неисправность, негодность) το χάλασμα, η φθορά, η βλάβη, η αχρήστευσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порча
-
4 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
5 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
-
6 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
7 раздел
1. (деление на части) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η μοιρασιά, η διαίρεση 2. (часть целого) το τμήμα- науки ο τομέας της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης- текста книги το κεφάλαιο, το χωρίο (του κειμένουτου βιβλίου) Заграница между чём-л.) τα σύνοραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздел
-
8 оценочный
επ.εκτιμητικός, της εκτίμησης•-ая комиссия επιτροπή εκτίμησης ή διατίμησης•
-ая стоимость имущества εκτιμητική αξία της περιουσίας.
-
9 снять
сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -оρ.σ.μ.1. παίρνω, φτάνω•снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•
пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.
|| βγάζω, αφαιρώ•снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•
снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•
снять пальто βγάζω το πανωφόρι•
снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•
снять туфли βγάζω τα παπούτσια•
снять грим βγάζω το μακιγιάζ•
шкуру γδέρνω.
2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•
снять осаду λύνω την πολιορκία•
снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•
снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.
|| απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,
3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•снять урожай μαζεύω τη σοδειά•
снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.
4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-νεύω• παίρνω•снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.
5. διώχνω, κατεβάζω•снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.
6. απολύω, παύω• απομακρύνω•снять с работы απολύω από τη δουλειά.
7. αποσύρω•снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.
8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•снять копию βγάζω αντίγραφο•
фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.
9. τραβώ, φωτογραφίζω•снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•
снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.
10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•снять дачу νοικιάζω έπαυλη.
11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).εκφρ.голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•снять подряд на что – βλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.
2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.
4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.7. φωτογραφίζομαι.εκφρ.снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά. -
10 выделить
ρ.σ.μ.1. ξεχωρίζω•выделить слабых учеников ξεχωρίζω τους αδύνατους μαθητές.
|| διακρίνω, κάνω να φαίνεται, να ξεχωρίζει• υπογραμμίζω, τονίζω, σημειώνω•выделить цитату особым шрифтом υπογραμμίζω περικοπή με ιδιαίτερα γράμματα.
2. παραχωρώ•выделить часть имущества παραχωρώ μέρος της περιουσίας.
3. εκκρίνω, βγάζω•выделить пот βγάζω ιδρώτα.
|| παράγω•выделить углекислый газ βγάζω μονοξείδιο του άνθρακα.
4. (στρατ.) αποσπώ•выделить отряд αποσπώ τμήμα, βγάζω απόσπασμα.
1. χωρίζω•женатые сыновья -лись из отчовской семьи τα παντρεμένα παιδιά χώρισαν από τον πατέρα (ή τους γονείς).
|| διακρίνομαι, ξεχωρίζω•его голос -лся громче всех η φωνή του ξεχώρησε βροντερότερη απ’ όλες.
2. εκκρίνομαι, βγαίνω•-лаоь слюна βγήκε σάλιο.
|| παράγομαι. -
11 распродажа
-и θ.ξεπούλημα•распродажа имущества ξεπούλημα της περιουσίας•
дешвая распродажа товаров ξεπούλημα εμπορευμάτων, βγάλσιμο στο σφυρί.
-
12 страхование
-я ουδ.ασφάλιση, -λεια•имущества от огня ασφάλεια της περιουσίας από πυρκαγιά (πυρασφάλεια)•
страхование жизни ασφάλεια ζωής•
взаимное страхование αλληλασφάλεια•
государственное страхование κρατική ασφάλεια•
социальное страхование κοινωνική ασφάλιση.
-
13 эксперт
ο εμπειρογνώμον/αςο πραγματογνώμοναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эксперт
-
14 инвентарарь
инвентар||арьм1. τά στοιχεία τής κινητής περιουσίας:сельскохозяйственный \инвентарарьа́рь ἡ ἀγροτική κινητή περιουσία· мертвый \инвентарарьарь ἡ ἄψυχη κινητή περιουσία·2. (подробная опись имущества) κατάστιχο ἀπογραφή.